κάσσος

κάσσος
(I)
κάσσος και κάσος, ὁ (Μ)
κάσσον*(Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κασᾶς].
————————
(II)
κάσσος, τὸ (Μ)
κάσσον*(ΙΙ), περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassis «περικεφαλαία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κάσσος — thick garment masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάσσον — κάσσος thick garment masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάσσου — κάσσος thick garment masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάσσῳ — κάσσος thick garment masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάσος — Νησί (66 τ. χλμ., 990 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται για το νοτιότερο νησί της Δωδεκανήσου. Βρίσκεται ΝΔ της Καρπάθου, από την οποία χωρίζεται με το στενό Κ. με πλάτος 7 χλμ. · απέχει 3 ναυτικά μίλια από την Κάρπαθο και 27 από την Κρήτη.… …   Dictionary of Greek

  • κάσσης — ο [κάσσος] κασάς*, είδος υποσάγματος από πεπιεσμένο μαλλί …   Dictionary of Greek

  • κάσσον — (I) κάσσον και κάσον, τὸ (AM) μσν. το τμήμα τής προίκας, το ένα τέταρτο, που μετά τον θάνατο τής γυναίκας περιερχόταν στον σύζυγο αρχ. χοντρό και τραχύ ένδυμα, ιμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάσσος* (Ι) με αλλαγή γένους]. (II) κάσσον, τὸ… …   Dictionary of Greek

  • κασωτός — κασωτός, ή, όν (Α) (για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, πυκνοϋφασμένος, που έχει κατασκευαστεί σαν πίλημα, δηλ. από πεπιεσμένο μαλλί ή τρίχες, κασάς, *κετσές («κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάσσος + κατάλ. ωτός (πρβλ. καστρ ωτός, ραβδ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”